-
1 αδιαφορία
ἀδιαφορίᾱ, ἀδιαφορίαindifference: fem nom /voc /acc dualἀδιαφορίᾱ, ἀδιαφορίαindifference: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀδιαφορίᾱͅ, ἀδιαφορίαindifference: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αδιαφορια
ἡ безразличие Plut., Sext. -
3 αδιαφορία
η безразличие, равнодушие, безучастность, индифферентность;халатность, нерадивость; небрежность;δείχνω αδιαφορία γιά κάτι — проявлять безразличие к чему-л.;
относиться халатно к чему-л. -
4 ἀδιαφορία
Βλ. λ. αδιαφορία -
5 ἀδιαφορίᾳ
Βλ. λ. αδιαφορία -
6 αδιαφορία
[адьяфориа] ουσ. Θ. безразличие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδιαφορία
-
7 αδιαφορία
[адьяфориа] ουσ θ безразличие. -
8 ἀδιαφορία
ἀδια-φορία, ἡ,A indifference, Stoic, of the moral agent, Aristo Stoic.1.83, Chrysipp.ib.3.9, cf. Cic. Acad.Pr.2.42.130, S.E.P.1.152; absence of difference, Syr.in Metaph. 122.1, cf. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιαφορία
-
9 ἀδιαφορία
-
10 αδιαφορία
рамнодушноcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αδιαφορία
-
11 αδιαφορία
ilgisizlik, aldırmazlık -
12 αδιαφορία
indifférence -
13 αδιαφορία
obojętność (f) rzecz. -
14 αδιαφορία
1) lhostejnost2) netečnost -
15 αδιαφορία
indifferenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδιαφορία
-
16 boşverme
αδιαφορία, ανεμελιά -
17 boşvermişlik
αδιαφορία, αψηφησιά -
18 kayıtsızlık
αδιαφορία, αμέλεια -
19 indifférence
αδιαφορία -
20 indifference
αδιαφορία
См. также в других словарях:
ἀδιαφορία — ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc/acc dual ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφορίᾳ — ἀδιαφορίᾱͅ , ἀδιαφορία indifference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — η έλλειψη ενδιαφέροντος, αφροντισιά: Δείχνει αδιαφορία για τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφορίας — ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem acc pl ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
ἀδιαφορίαν — ἀδιαφορίᾱν , ἀδιαφορία indifference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek